Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
συνδυάς — άδος, ἡ, Α η νόμιμη σύζυγος («συνδυάδος... ἀλόχου», Ευρ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < συνδυάζω, ομαι + κατάλ. άς, άδος (πρβλ. νευρ άς)] … Dictionary of Greek
συνδυάδος — συνδυάς paired fem gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)